με κάτι πρόχειρους υπολογισμούς, έχω να κοιμηθώ ολόκληρο βράδυ πάνω από 3,5 χρόνια. Όσο είναι ο Μικρός Άνθρωπος. Και ο Ακόμα Πιο Μικρός Άνθρωπος θα κλείσει σύντομα τους 5 μήνες. Πώς βρέθηκα εγώ με δύο γιους να με λένε αγορομάνα στα πάρτι και να γελάνε όλοι, είναι ένα μυστήριο. Πιο μυστήριο και από το να έχεις να κοιμηθείς ολόκληρο βράδυ πάνω από 3,5 χρόνια και παρόλα αυτά να μπορείς να γελάς όταν το νήπιο αποφασίζει να φορέσει τις χαβαγιάνες σου και να κάνει βόλτα στο σπίτι, ενώ ξέρεις ότι το μπουρδούκλωμα, η πτώση και το κλάμα είναι απλώς θέμα χρόνου. Χρόνος, αυτός ο άγνωστος –είναι ο κλισέ τίτλος του διηγήματος που είναι τώρα η ζωή μου. Ανάμεσα σε θηλασμούς και γδαρμένα γόνατα, καθώς δένω τα κορδόνια από τα κόκκινα Vans νούμερο 27 και ανεβάζω φερμουάρ από μονοκόμματα πιτζαμάκια με μικροσκοπικές πατούσες, ενώ κρυφοκοιτάζω την σβησμένη οθόνη του μάκμπουκ και την μετάφραση που έπρεπε να είχα στείλει πριν 4 μέρες, καθώς περιμένω τον Σύζυγο να γυρίσει από το Πρίνστον και την Φίλη να κλείσει τεύχος για να έρθει να βάλει ένα χεράκι φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας μπαλόνια, καθώς αναπολώ εκείνες τις μέρες που έτρωγα έχοντας δύο χέρια ελεύθερα, εκείνες τις μέρες που είχα χρόνο και κανονική, ευδιάκριτη μέση, καθώς λοιπόν είμαι σ’ αυτήν την κατάσταση που πιστεύω πως μόνο εγώ ζω έτσι, ενώ όλες οι άλλες μάνες του κόσμου έχουν βρει κάποιο μυστικό και γελάνε με τα χάλια μου ενώ απλώνουν το κόκκινο κραγιόν τους, καθώς ένα μικρό χεράκι τραβάει τα μαλλιά μου και ένα άλλο λίγο πιο μεγάλο τα γυαλιά μου γιατί το βρίσκει πολύ αστείο να τα φοράει εκείνος και να υποκρίνεται πως είναι “the mommy”, εκεί μέσα στο χάος και την αϋπνία και τα φαρδιά φούτερ που νομίζω πως δεν θα βγάλω ποτέ, θυμάμαι πως είμαστε στην ΑΘΗΝΑ και γελάω μόνη μου, ακριβώς σαν την τρελή που έχει να κοιμηθεί 3,5 χρόνια.
Γυρίσαμε φίλη, είμαστε εδώ στην πόλη που γεννήθηκα, ξεναγώ τους γιους μου και δεν υπάρχει καλύτερο συναίσθημα, βάζω τον έναν στο έργκομπεϊμπι και κρατάω τον άλλο σφιχτά από το χέρι, “θυμήσου, εδώ οι οδηγοί δεν σταματάνε για τους πεζούς” τον προειδοποιώ, στην συναυλία των Burger Project, στο Παιδικό Μουσείο στην Πλάκα, στο σπίτι του παππού και στον κήπο της θείας, περπατάμε στο Θησείο και εξηγώ τι σημαίνει “αδέσποτο”, κατεβαίνουμε την Ερμού και εξηγώ τι σημαίνει “άστεγος” (τι ειρωνία όμως, να έρθουμε από την Αμερική και να χρειαστεί να το εξηγήσω στην Αθήνα, ε;), τρώμε παγωτά και διαλέγουμε παιχνίδια, δοκιμάζουμε τις κούνιες της γειτονιάς και σκαρφαλώνουμε στον τοίχο αναρρίχησης του Ολυμπιακού Σταδίου, γιορτάζουμε το Πάσχα και πάνε οι παππούδες τα αβάφτιστα εγγόνια στην εκκλησία, τσουγκρίσαμε αυγά και βουτήξαμε κουλουράκια στο γάλα.
Είμαστε στην Ελλάδα λέω στον Μικρό Άνθρωπο ξανά και ξανά, πετάει βότσαλα στη θάλασσα του Ωρωπού, δεν εντυπωσιάζεται, δεν συνειδητοποιεί το μεγάλο ταξίδι, την νοσταλγία, τι σημαίνει να μην έχεις δει τους πιο αγαπημένους σου ανθρώπους για δύο σχεδόν χρόνια, να μην προλαβαίνεις να ξαναδείς κάποιον που αγαπάς, να φεύγει πριν γνωρίσει το μωρό σου, αχ και να το ξέραμε τότε, σ’ εκείνον τον τελευταίο αποχωρισμό, όταν μου έδωσε αποξηραμένα μυρωδικά για να πάρω μαζί μου στην Αμερική, αν το ήξερα θα του είχα πει τόσα πράγματα, ίσως πάλι και όχι, μπορεί απλώς να τον είχα αγκαλιάσει λίγο περισσότερο.
Είμαστε στην Ελλάδα, αλλά αυτός που λείπει, εκείνοι που ήρθαν, κάνουν τα πάντα λίγο διαφορετικά, πιάνω τον εαυτό μου να δακρύζει κρυφά, αλλά τι ξέρω κι εγώ, έχω να κοιμηθώ 3,5 χρόνια, μην μου δίνεις σημασία.